ορυζίτης

ορυζίτης
ὀρυζίτης, ὁ (Α)
φρ. «ὀρυζίτης πλακοῡς» — πίτα από ρύζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρυζα + επίθημα -ίτης (πρβλ. οροβ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀρυζίτης — ὀρυζί̱της , ὀρυζίτης rice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”